- δίημι
- δίημι (Α) [ίημι]1. διαπερνώ2. επιτρέπω τη διέλευση3. διαλύω, απολύω4. παθ. (για φυλακισμένους, αιχμαλώτους) απολύομαι, ελευθερώνομαι5. μαλακώνω κάτι διαβρέχοντάς το6. (για δόντια) ξεσφίγγω7. φρ. «διίημί τι τοῡ στόματος» — ξεστομίζω, αναφέρω.
Dictionary of Greek. 2013.